Της Μαρίας Ξανθοπούλου
Ο Christobal Balenciaga Eizaguirre γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1895, στο μικρό ψαροχώρι Getaria της Βασκικής επαρχίας Gipuzkoa της Ισπανίας, από πατέρα ψαρά και μητέρα μοδίστρα. Στην ηλικία των 11, ο πατέρας του πεθαίνει, οπότε ο Balenciaga μοιραία περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας του στη δουλειά της μητέρας του, μέσω της οποίας αναπτύχθηκε το ενδιαφέρον του για τη μόδα. Μία από τις ευγενείς πελάτισσές της, η Marquesa de Casa Torres, εκτιμώντας το ταλέντο και τον ενθουσιασμό του στη γυναικεία ένδυση, ευεργέτησε τον 12χρονο τότε Balenciaga, να ταξιδέψει σε Μαδρίτη και Παρίσι και να μαθητεύσει στους οίκους μόδας των σχεδιαστών της εποχής – Doucet, Worth, Drecoll – ολοκληρώνοντας επισήμως τις γνώσεις του στην τέχνη της ραπτικής.
Στα 20 του, ήδη, είχε ανοίξει την πρώτη του boutique στο θερινό θέρετρο του San Sebastian της Ισπανίας, με την στήριξη της ευεργέτιδος του, υπό το όνομα “ELSA”, συντομογραφία του πατρικού ονόματος της μητέρας του. Ο Balenciaga, πολύ συχνά, αγόραζε φορέματα υψηλής ραπτικής και αποδομούσε σταδιακά τα μέρη που τα αποτελούσαν, με σκοπό να μελετήσει τις τεχνικές ραπτικής, που είχαν χρησιμοποιήσει οι δημιουργοί τους. Η Coco Chanel κάποτε είχε δηλώσει για τον ίδιο ότι είναι «ο μόνος couturier με την πραγματική σημασία της λέξης. Οι υπόλοιποι είμαστε απλώς σχεδιαστές μόδας», καθώς ήταν από τους λιγοστούς σχεδιαστές υψηλής ραπτικής, που γνώριζαν τα στάδια δημιουργίας εξ’ ολοκλήρου ενός ενδύματος, από τη σύλληψη, τη σχεδίαση, μέχρι την κοπή πατρόν και τη ραφή.
Σύντομα η επιχείρησή του επεκτάθηκε στη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη, ενώ στο πελατολόγιό του προστέθηκε η βασιλική οικογένεια της Ισπανίας και κατ’ επέκταση η αριστοκρατία της. Στην ηλικία των 29, άλλαξε το όνομα του οίκου σε Christobal Balenciaga, ο οποίος μέχρι το 1937, κατείχε το τίτλο του κορυφαίου haute-couture οίκου της Ισπανίας. Ωστόσο επιθυμώντας να ξεφύγει από την έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα του, λόγω του εμφυλίου πολέμου, ο Balenciaga ταξίδεψε μέχρι το Παρίσι, και με μόνο το επώνυμό του πλέον, άνοιξε το νέο του οίκο. Συνεργάστηκε με κορυφαία ονόματα του είδους του, ανάμεσα τους Oscar de la Renta, Christian Dior, Coco Chanel, Hubert de Givenchy. Η φήμη του ως ο καλύτερος couturier τον ακολούθησε και στη πόλη του Παρισιού, με τον οίκο του να ντύνει τις πιο κομψές γυναίκες της εποχής, όπως οι Grace Kelly, Audrey Hepburn, Elizabeth Taylor και Jackie Kennedy.


Ο Balenciaga στη διάρκεια των 30 χρόνων της παραμονής του στο Παρίσι ξεχώρισε για τα καινοτόμα και iconic σχέδια του, διαχρονικά μέχρι σήμερα. Την εποχή που κυριαρχούσαν οι αυστηρές, στενές γραμμές, ο Balenciaga λάνσαρε το “Square Coat”, ένα παλτό, με χυτούς ώμους, χωρίς μέση και στρογγυλά μανίκια μήκους ¾, σχέδιο αρκετά καινοτόμο και μοντέρνο, μέσα στην απλότητα του.

Το 1947, κόντρα στον οίκο Dior και το “New Look” με τις αυστηρές γραμμές και τη λεπτή μέση, ο Balenciaga λανσάρει το “Barrel Line”, επαναπροσδιορίζοντας τη σιλουέτα των γυναικών και μεταθέτοντας το ενδιαφέρον στους φαρδείς ώμους και την ογκώδη μέση.

Στα 58 του χρόνια, ο Balenciaga λανσάρει το δημοφιλές “Balloon jacket”, μια γραμμή με ογκώδη και ταυτόχρονα κομψή σιλουέτα με φουσκωμένα μανίκια, ενώ στη συνέχεια της δεκαετίας του ‘50 ακολούθησε το “Sack Dress”, φόρεμα σε χαλαρή και άνετη γραμμή, που έδινε την εντύπωση του σάκου (εξ’ ου και ονομάστηκε έτσι) και το “Baby Doll Dress”, το οποίο, από ρούχο, που φορούσαν οι γυναίκες μόνο στον ύπνο, το μετέτρεψε σε ένα νέο avant-garde κομμάτι της γκαρνταρόμπας τους, προσθέτοντας περισσότερη ελευθερία στις κινήσεις τους, κάτι πρωτόγνωρο για εκείνους τους καιρούς.




Μία ακόμη δημιουργία του οίκου ήταν και το “Cocoon Coat”. Πρόκειται για παλτό σε χαλαρή γραμμή, χωρίς μέση, που σε συνδυασμό με τους χυτούς ώμους και τα ογκώδη μανίκια, δημιουργούν το εφέ του κουκουλιού.

Πέρα από τις κολεξιόν του, ο Balenciaga δημιούργησε κοστούμια για κινηματογραφικές ταινίες και νυφικά, όπως το φόρεμα της Salma Hayek, της βασίλισσας της Σουηδίας, ενώ είχε αναλάβει και το φόρεμα της μελλοντικής Δούκισσας του Cadiz, María del Carmen Martínez-Bordiú y Franco, το οποίο δύο μέρες πριν το γάμο, συνειδητοποίησε ότι δε του άρεσε και δημιούργησε εκ νέου ένα νυφικό, που έμελλε να μείνει στην ιστορία.
Οι καθαρές, απλές, αριστουργηματικά δομημένες και γεωμετρικές γραμμές του ήταν αυτό το χαρακτηριστικό, που τον έκανε να ξεχωρίσει, αποδεικνύοντας ότι η απλότητα και ο μινιμαλισμός μπορούν να φέρουν εντυπωσιακά και κομψά αποτελέσματα.

Λίγο πριν αποσυρθεί από τον κόσμο της μόδας απογοητευμένος από τη μαζική παραγωγή, που άρχισε να κυριαρχεί, o Balenciaga παρουσίασε το δραματικό “Envelope Dress”, που παρόλη την επιτυχία που είχε στον Τύπο, πουλήθηκαν μόνο δύο κομμάτια.

Μετά το πέρας της τελευταίας του κολεξιόν, ο σχεδιαστής, γύρισε πίσω στην Ισπανία, έχοντας «παραδώσει» το πελατολόγιο του στον παλιό μαθητή του, Givenchy. Στην ηλικία των 76 ετών έδωσε τη μοναδική συνέντευξη της ζωής του και έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό Time. Στην είδηση του θανάτου του από καρδιακή προσβολή, οι εφημερίδες μετέδωσαν ότι «πέθανε ο βασιλιάς» και κανένας δεν αναρωτήθηκε σε ποιον αναφερόταν.
Ο οίκος έκλεισε το 1972, όταν ο Balenciaga εγκατέλειψε το Παρίσι, όμως ξανά άνοιξε το 1986 υπό νέα διεύθυνση και τώρα ανήκει στον όμιλο Kering. Την θέση του creative director από το 2012-2015 κατείχε ο Alexander Wang, ο οποίος επέδειξε μεγάλο σεβασμό στη κληρονομιά του Balenciaga, κερδίζοντας ταυτόχρονα και το νεανικό κοινό με αυτή του την στάση. Ο οίκος συνεχίζει ακόμα να επιμελείται τις εμφανίσεις των μεγαλύτερων ονομάτων του Star System. Εντυπωσιακές τουαλέτες, statement παρκά, μίνιμαλ αισθητική και αξιοσημείωτοι όγκοι, συνθέτουν το όραμα της νέας creative director, διάδοχης της «κληρονομιάς» του οίκου Balenciaga, Demna Gvasalia.




