You are currently viewing Ελισάβετ της Αυστρίας: 184 χρόνια από τη γέννησή της

Ελισάβετ της Αυστρίας: 184 χρόνια από τη γέννησή της

Είναι η στιγμή που κάθε εκπρόσωπος του ζωδίου του Αιγόκερου μπορεί να πανηγυρίσει άνετα. Σ’ αυτό τον αστερισμό ανήκει και η αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας ή όπως είναι ευρέως γνωστή, η πριγκίπισσα Σίσσυ.

Η Ελισάβετ Αμαλία Ευγενία του οίκου των Βίττελσμπαχ γεννήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου του 1837 στο Μόναχο. Ήταν το τέταρτο παιδί του Μαξιμιλιάνου Ιωσήφ, δούκα της Βαυαρίας και της συζύγου του Λουδοβίκας. Η μητέρα της ήταν αδελφή της αρχιδούκισσας Σοφίας της Αυστρίας και ετεροθαλής αδερφή του Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας. Επομένως η Σίσσυ ήταν εξαδέλφη του πρώτου βασιλέως της Ελλάδας, του Όθωνα.

Παρά την ευγενική της καταγωγή η Σίσσυ μεγάλωσε με έναν αρκετά φιλελεύθερο τρόπο στο Ποσενχόφεν της Βαυαρίας. Από πολύ νεαρή ηλικία εκδήλωσε αγάπη για τα άλογα και την ιππασία. Στην εφηβεία της ήταν ήδη άριστη ιππέας και από τις λίγες γυναίκες που ήξεραν να ιππεύουν άριστα με τη χρήση γυναικείας σέλας.

Παροιμιώδης ωστόσο υπήρξε η ομορφιά της. Όσοι λόγιοι άνθρωποι κατάφεραν να τη γνωρίσουν την περιγράφουν ως ένα πλάσμα απαράμιλλης γοητείας και ανεπιτήδευτης επιβλητικότητας. Η εντύπωση που άφησε και στον Έλληνα, Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, ο οποίος υπήρξε καθηγητής της και συγγραφέας «του βιβλίου της αυτοκράτειρας Ελισάβετ», ήταν πως πρόκειται για μία ευφυή γυναίκα που αντιλαμβανόταν τα πάντα γύρω της κι ένα βλέμμα της μόνο ήταν ικανό να την κάνει να επιβάλλεται.

Ίσως λοιπόν αυτή, η χαρακτηριστική ομορφιά της, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη προσωπικότητά της οδήγησαν τον Φραγκίσκο Ιωσήφ, νεαρό τότε αυτοκράτορα της Αυστρίας στο να την ερωτευτεί σε τέτοιο βαθμό που να πάει κόντρα στην επιθυμία της μητέρας του. Η αρχιδούκισσα Σοφία της Αυστρίας ήθελε για σύζυγο του υιού της την πριγκίπισσα Ελένη της Βαυαρίας κι αδερφή της Σίσσυ. Μάλιστα είχε ζητήσει από την αδερφή της Λουδοβίκα το χέρι της πριγκίπισσας Ελένης εκ μέρους του αυτοκράτορα. Ωστόσο όταν ο Φραγκίσκος Ιωσήφ γνώρισε τη Σίσσυ την ερωτεύτηκε αστραπιαία και δήλωσε στη μητέρα του πως αν δεν παντρευτεί τη Σίσσυ δεν θα παντρευτεί καμία! Η αρχιδούκισσα αναγκάστηκε να υποχωρήσει και ο γάμος τελέστηκε στις 24 Απριλίου του 1854 στον καθεδρικό ναό του Αγίου Αυγουστίνου στη Βιέννη.

Ωστόσο ο γάμος αυτός υπήρξε ιδιαίτερα δυστυχής εξαιτίας της σκιάς της αρχιδούκισσας Σοφίας που συνεχώς δηλητηρίαζε την αγάπη του ζευγαριού. Αρχικά η Σίσσυ βρισκόταν σε κατάσταση διαρκούς πιέσεως και άγχους με σκοπό να προσαρμοστεί στις υποχρεώσεις που επιβάλλονταν από το ισπανικό πρωτόκολλο που τηρούνταν στην αυστριακή αυλή. Για έναν άνθρωπο με ανεπτυγμένο το ένστικτο της ελευθερίας οι διαρκείς περιορισμοί καθιστούσαν αποπνικτική την καθημερινότητα. Παρόλα αυτά η μεγάλη ρήξη μεταξύ της αρχιδούκισσας και της Σίσσυ ήρθε όταν ήρθε στον κόσμο το 1855 το πρώτο της παιδί, η πριγκίπισσα Σοφία. Η αρχιδούκισσα θεωρούσε τη Σίσσυ ανίκανη να μεγαλώσει ένα παιδί, όντας ακόμα παιδί, κι έτσι ανέλαβε η ίδια την ανατροφή του παιδιού. Σαφώς και ως μητέρα η Σίσσυ αντέδρασε έντονα, όμως δεν είχε την πολυπόθητη θερμή υποστήριξη από το σύζυγό της. Το ίδιο συνέβη και με το επόμενο παιδί του ζευγαριού, την πριγκίπισσα Γκιζέλα που γεννήθηκε το 1856. Η αδυναμία της να φέρει στον κόσμο τον πολυπόθητο διάδοχο κατέστησε τη Σίσσυ ανεπιθύμητη στην αυλή και επικίνδυνη ως προς την διατήρηση της τάξης των πραγμάτων. Η Σίσσυ παρά την εσωστρέφεια που την διέκρινε ήταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σε πολιτικά ζητήματα. Υπήρξε ιδιαίτερα συμπονετικοί με τους Ιταλούς και τους Ούγγρους. Με τους δεύτερους ιδιαίτερα στάθηκε πιο γενναιόδωρη, μιας και αυτή ήταν που έπεισε το σύζυγό της να συνθηκολογήσει μαζί τους και έτσι θεμελιώθηκε η αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας. Η ίδια και ο σύζυγός της στέφθηκαν βασίλισσα και βασιλιάς της Ουγγαρίας στις 8 Ιουνίου του 1867.

Λέγεται μάλιστα ότι ο αρχηγός των Ούγγρων ανταρτών, Γκίλα Αντράσι ήταν κρυφά ερωτευμένος με τη Σίσσυ χωρίς όμως να επιβεβαιωθεί αυτό.
Ωστόσο σ’ ένα ταξίδι στην Ουγγαρία με τα παιδιά της η Σίσσυ το 1857 έχασε τη μεγαλύτερη κόρη της, η οποία κατέληξε μετά από μάχη με τον τυφοειδή πυρετό. Η ήδη μελαγχολική διάθεση της Σίσσυ επιδεινώθηκε με αποτέλεσμα αρκετά καταθλιπτικά επεισόδια που συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της ζωής της.

Βέβαια αρκετά πράγματα άλλαξαν όταν το 1858 η Σίσσυ έφερε στον κόσμο τον πρίγκιπα Ροδόλφο. Ο ερχομός του πολυπόθητου διαδόχου ήταν πια γεγονός και η Σίσσυ εξασφάλισε τη θέση και τη δύναμή της στην αυλή σε βαθμό που επαναστάτησε για τα καλά όταν προσπάθησαν να της απαγορεύσουν την ενασχόληση με τη διαπαιδαγώγηση και αυτού του παιδιού.

Ωστόσο οι κρίσεις άγχους, η νηστεία, η εξοντωτική άσκηση και οι κρίσεις βήχα καταπόνησαν την υγεία της σε τέτοιο βαθμό που το 1860 διεγνώσθη με αναιμία και σωματική κόπωση. Ο αυλικός ιατρός δόκτωρ Σκόντα φοβούμενος το ενδεχόμενο της φυματίωσης, της συνέστησε να απομακρυνθεί από την αυλή και να πάει στη Μαδέρα για καλύτερη ανάρρωση. Για έξι μήνες ήταν μακριά από το σύζυγο και τα παιδιά της κι όταν επέστρεψε στη Βιέννη μέσα σε τέσσερεις ημέρες επέστρεψαν επίσης και ο βήχας, και η κόπωση και ο πόνος στο στήθος. Ο δόκτωρ Σκόντα αυτή τη φορά της πρότεινε νέα θεραπεία στην Κέρκυρα.

Η ευαίσθητη κατάσταση της υγείας της Σίσσυ επιδεινωνόταν κάθε που επέστρεφε στη Βιέννη. Έτσι τα ταξίδια της στο εξωτερικό για ανάρρωση ήταν συχνά και μεγάλα. Το 1867 γέννησε ακόμα μία κόρη, την πριγκίπισσα Μαρία Βαλέρια, η οποία ήταν και το μοναδικό της παιδί του οποίου την ανατροφή ανέλαβε η ίδια.

Η τραγική μοίρα όμως της Σίσσυ, της χτύπησε την πόρτα το 1889, όταν ο γιος της βρέθηκε νεκρός στο πλάι της αγαπημένης και ερωμένης του, Μαρίας Βετσέρα, στο κυνηγετικό περίπτερο του Μάγιερλινγκ. Ο πόνος της Σίσσυ ήταν τέτοιος που έχτισε το περίφημο Αχίλλειον στην Κέρκυρα εις μνήμην του παιδιού της. Έτσι έβλεπε τον Ροδόλφο της: αήττητο σαν τον Αχιλλέα. Όμως όπως η φτέρνα του Αχιλλέα έτσι και η ευαίσθητη καρδιά του Ροδόλφου τον πρόδωσε. Ο Ροδόλφος ήταν ήδη παντρεμένος και είχε μία μικρή κόρη όταν γνώρισε κι αγάπησε τη Μαρία Βετσέρα. Κάποιοι λένε πως δεν άντεχε που ήταν αναγκασμένος να ζει μακριά της κι έτσι αυτοκτόνησε αφού πρώτα την είχε σκοτώσει. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είχε εξωσυζυγική σχέση με τη μητέρα της Βετσέρα και κατά συνέπεια οι δύο εραστές ήταν ετεροθαλή αδέρφια. Όταν λοιπόν το έμαθαν δεν άντεξαν το βάρος και αυτοκτόνησαν.

Όποια όμως εκδοχή και να είναι αληθινή η καρδιά της Σίσσυ είχε ραγίσει ανεπανόρθωτα. Είχε βιώσει το θάνατο δύο παιδιών της. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι το τέλος φορούσε συνεχώς μαύρα κλειστά ως το λαιμό ρούχα. Συνέχισε να ταξιδεύει για να ξορκίσει τη θλίψη της μέχρι το 1898 που δολοφονήθηκε στη Γενεύη από έναν αρχικό ονόματι Λουίτζι Λουκένι. Ο τάφος της βρίσκεται στην αυτοκρατορική κρύπτη της Εκκλησίας των Καπουτσίνων στη Βιέννη.

Η αντισυμβατική ζωή και η εκκεντρική προσωπικότητα της Σίσσυ δημιούργησαν ένα μύθο γύρω από το όνομά της, ο οποίος υπήρχε από τα πρώτα χρόνια της ως αυτοκράτειρα και ενισχύθηκε με το θάνατό της. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ίδρυσε το τάγμα της Ελισάβετ προς τιμήν της λίγο καιρό αφότου την έχασε.

Πλήρωσε το τίμημα της ομορφιάς, της λάμψης και της υστεροφημίας της πολύ ακριβά! Έζησε μία δυστυχισμένη ζωή. Ασχολούνταν υπερβολικά με την εμφάνιση και τη σιλουέτα της. Προσπαθούσε με την εξαντλητική γυμναστική να εκτονώσει την υπερκινητικότητα και τη ζωντάνια, που της αποστερούσε το βασιλικό πρωτόκολλο. Αγαπήθηκε τόσο από τον Αυστριακό, όσο και από τον Ουγγρικό λαό, όμως δεν αγαπήθηκε όσο της άξιζε από τους οικείους της.

Θεωρείται μία από τις πιο εμβληματικές αυτοκράτειρες όλων των εποχών κι ίσως αυτή να είναι και η συγνώμη της ζωής για τη σκληρότητα που της έδειξε…


Γράφει η συντάκτρια Μαρία Κορόζη