Συνέντευξη στην Μαρία Κορόζη
Ο Γιώργος Γεροντιδάκης είναι ένα πρόσωπο που απασχολεί τον τομέα της τέχνης εδώ και πολλά χρόνια. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην ταινία
“Peppermint” το 1999 κι έκτοτε η πορεία του είναι ανοδική. Φέτος τον απολαμβάνουμε για δεύτερη χρονιά ως Μελέτη στην τηλεοπτική σειρά «Άγριες μέλισσες».
Μία όμορφη συνομιλία μέσω βιντεοκλήσης μαζί του, στάθηκε η αφορμή να πάρω γνώση από αυτόν τον άνθρωπο και να σκεφτώ με διαφορετικό τρόπο πράγματα απλά, καθημερινά.
Είναι από τις συζητήσεις αυτές, που αξίζουν να διαβαστούν ευρέως και αφήνουν μία γλυκιά γεύση αλλά κι ένα αίσθημα προβληματισμού. Διότι ο Γιώργος, όπως τον γνώρισα εγώ, πέρα από εξαιρετικός ηθοποιός είναι και ένα πολύ τίμιο, ειλικρινές, συγκροτημένο κι αφοσιωμένο σε ό,τι κάνει πλάσμα.

1.Γιώργο μου, η πρώτη σου δουλειά ήταν το «Peppermint» κι όπως έχεις αναφέρει σε άλλες συνεντεύξεις σου ήσουν σε πρακτορείο μοντέλων για παιδιά, αν μπορώ να το πω έτσι. Πως προέκυψε αυτό;
Λόγω μιας φίλης της μάνας μου που είχε ένα παιδάκι στην ηλικία του αδερφού μου, όχι τη δική μου. Δηλαδή τρία χρόνια μικρότερο κι ήταν γραμμένο σε ένα από αυτά τα πρακτορεία. Έτυχε να πηγαίνουμε για καφέ όλοι μαζί εκείνη την ημέρα και για καλή μας τύχη, έπρεπε να πληρώσουμε και μία συνδρομή τότε, ανεβήκαμε όλοι μαζί επάνω, κάναμε ένα βιντεάκι κι έτσι ξεκίνησαν όλα.
2. Τι συναισθήματα σου αφήνει αυτή η παρθενική εμφάνιση;
Κοίταξε τώρα, τι μου έρχεται στο μυαλό; Συνήθως οι άνθρωποι που ζούνε κάτι ή δημιουργούνε κάτι, οι αναμνήσεις, οι μυρωδιές που έχουν είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνους που βλέπουν την ταινία.
Υπάρχει μια απομυθοποίηση των πραγμάτων και μία αποδόμηση ενός έργου μέσα σε ένα τρίμηνο, ενώ ο θεατής το βλέπει σε μιάμιση ώρα οπότε είναι έντονα τα συναισθήματα. Δεν μπορώ να σου πω ό,τι μου άφησε, σίγουρα όμως δεν ένιωσα άβολα. Δεν ένιωσα ποτέ ότι κάνω κάτι σπουδαίο, ένιωθα λες και το έκανα χρόνια. Αλλά πάλι με μία σοβαρότητα ενός ανθρώπου που κάνει απλά τη δουλειά του. Μου άνοιξε την όρεξη θα σου έλεγα, αλλά χωρίς να ξέρω τι είναι αυτό που κάνουμε. Απλά ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα από μία κανονική ζωή ενός παιδιού, σε ένα αντικείμενο το οποίο είναι πολύ δύσκολο και σε έναν χώρο που είναι πάρα πολύ δύσκολος. Μου άφησε χαμόγελο βασικά.
3. Από ποια ηλικία η υποκριτική έγινε το μεγάλο σου όνειρο; Εκεί που λες ότι «οκ, εγώ θα γίνω ηθοποιός και τίποτα άλλο»;
Κοίταξε να δεις, για εμένα δεν ήταν ποτέ όνειρο να γίνω ηθοποιός. Σαφώς οι άνθρωποι που ανεβαίνουν στη σκηνή έχουν την κάψα, το ψώνιο να τους βλέπουν οι άλλοι. Πάντα σκεφτόμουν τον εαυτό μου να κάνει κάτι το οποίο θα το παρακολουθούν οι άλλοι, είτε στον αθλητισμό είτε μέσω της υποκριτικής που ασχολούμαι αυτή τη στιγμή. Δεν μπορώ να σου πω ότι ήταν όνειρο. Σαφώς δεν μπορεί να είναι όνειρο κάτι, το οποίο ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία, δηλαδή όνειρο θα μπορούσα να το αναφέρω αν ήμουν δεκαοχτώ – δεκαεννιά χρονών και τώρα που είμαι τριάντα δύο πραγματοποίησα αυτό που είχα σαν σκοπό μέσα από τη σχολή ή οτιδήποτε άλλο. Έχω δει τον εαυτό μου στο μεγάλο πανί σε πολύ μικρή ηλικία και δεν μου φαίνεται παράξενο, ούτε περίεργο. Οι δουλειές που έχω κάνει, είτε πιο «μικρές», είτε πιο «μεγάλες» θεωρώ ότι είναι η λογική εξέλιξη ενός ανθρώπου που ασχολείται με ένα αντικείμενο, προσπαθώντας να το εξελίξει και να φτάσει σε ένα επίπεδο, ώστε να μπορεί να λέει κάτι για τη δουλειά του. Είτε αυτό είναι στις «Άγριες μέλισσες», είτε στο θεατρικό σανίδι, είτε σε οποιαδήποτε άλλη δουλειά. Υπάρχει ένα περιστατικό που ενδέχεται να πυροδότησε το να πάω σε μία σχολή, να πάρω ένα «χαρτί» αλλά δεν νομίζω ότι ήταν ικανό να μου δώσει τη σπίθα. Δεν νομίζω λοιπόν ότι ήταν όνειρο, είναι κομμάτι της ζωής μου.
4. Ποιοι ηθοποιοί, είτε του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, είτε σύγχρονοι αποτέλεσαν πρότυπα για εσένα;
Αυτό είναι μια πολύ μεγάλη κουβέντα. Δεν θα σου μιλήσω στο χώρο της υποκριτικής ή του κινηματογράφου γιατί μπορεί να φανώ άσχετος. Θα σου μιλήσω για τον χώρο εκείνον που ως παιδί, νομίζω, κάνει τα αγόρια της ηλικίας του δημοτικού, γυμνασίου να πορώνονται: για το χώρο του αθλητισμού. Νομίζω ότι αυτό που σε εξιτάρει περισσότερο είναι το παιχνίδι και όχι η προσωπικότητα. Σαφώς μία προσωπικότητα μπορεί να σε εξελίξει ή να την έχεις σαν πρότυπο, αλλά νομίζω ότι πάντοτε ήμουν ένας άνθρωπος που ήθελε να δημιουργεί το δικό του χώρο. Οπότε δεν μπορώ να σου πω ότι θέλω να μοιάσω σε κάποιον, δεν θέλω να μοιάσω σε κανέναν. Ούτε έχω μια τάση να φτιάξω μια σχολή που παίζει σαν τη Βουγιουκλάκη, ή σαν την Καρέζη, ή σαν τον Γεροντιδάκη, ή σαν την Κίτσου λόγου χάρη. Καμία σχέση. Θέλω να κάνω τη δουλειά μου με γνώμονα αυτό που αισθάνομαι εγώ, όχι με το τι έχει παιχτεί ή έχει γίνει. Για παράδειγμα στις αρχές των «Μελισσών» λέγανε ο Ανέστης Βλάχος, μα ήταν εντελώς διαφορετικό. Αν παρακολουθήσεις τον Ανέστη Βλάχο καμία σχέση. Θεωρώ ότι ο καθένας πρέπει να φέρει το εαυτό του κι όχι ένα κακέκτυπο ή έναν καλό μίμο ενός ηθοποιού της δεκαετίας του εξήντα. Αυτοί οι ηθοποιοί δεν θα υπάρξουν ξανά. Όπως επίσης, δεκαετία που μεγάλωσα εγώ στον κινηματογράφο, από το 1997 έως το 2004, έχουν γίνει εξαιρετικές ταινίες. Δεν θα υπάρξει ξανά εύκολα αυτό. Η ζωή κάνει κύκλους και φέρει ωραία πράγματα. Τώρα βιώνουμε έναν ωραίο «κύκλο», που έχει φέρει μία πολύ ωραία δουλειά, με ωραίους ηθοποιούς, που στο μέλλον ίσως να μιλάμε για αυτούς. Δε σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργηθεί μια σχολή. Είμαι ένας άνθρωπος που ναι μεν παρακολουθώ, γελάω, λυπάμαι, στενοχωριέμαι, σκέφτομαι με την δεκαετία του εξήντα ή του κινηματογράφου, ή με οποιαδήποτε σειρά μέχρι το 2021, αλλά δε θέλω να μιμηθώ κανέναν οπότε δεν έχω κάποια πρότυπα.
5. Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο για την περίοδο που φοιτούσες στη δραματική σχολή. Αρχικά από ποια δραματική σχολή αποφοίτησες;
Από τον Ίασμο του Βασίλη Διαμαντόπουλου.
6. Ποια ήταν η σχέση σου με τους συμφοιτητές σου; Επειδή ήδη βρισκόσουν χρόνια στο χώρο, αντιμετώπισες ζήλια ή επιφυλακτικότητα στη συμπεριφορά κάποιων;
Όχι, δεν είναι απαραίτητο αυτό πάντα. Βέβαια ήμασταν σε ένα τμήμα, όπου όλοι σχεδόν είχαμε την ίδια ηλικία, οπότε δημιουργούνταν κάποιες διαφορές. Γενικώς στη ζωή, πρέπει να υπάρχουν ρόλοι σε μία τάξη, ακόμα κι αν αυτή η τάξη απαρτίζεται από παιδιά ηλικίας είκοσι κάτι χρονών. Σαφώς μερικά παιδιά δεν καταλάβαιναν απαραίτητα ότι ένας άνθρωπος που δουλεύει από πολύ πολύ μικρή ηλικία είναι σίγουρο ότι από την αρχή έως το τέλος της σχολής θα έχει μία φόρα και μία δυναμική, διότι δε φοβάται να βγει στον κόσμο. Αυτό, ειδικά στην αρχή της σχολής δίνει πολύ μεγάλο avantage,γιατί δε φοβάσαι, αναλαμβάνεις πολύ δύσκολα πράγματα, αναλαμβάνεις εύκολα πράγματα, γενικά αναλαμβάνεις την ευθύνη. Και κάποια από τα παιδιά, με τα οποία δεν είχαμε προστριβές ωστόσο δεν αναλάμβαναν, άρα ήταν στα πίσω έδρανα της τάξης που λέει ο λόγος, έλεγαν ότι: «Αχ ο Γιώργος, αχ η Μαρία γιατί το έκανε αυτό; Και γιατί πάει εκεί πέρα;». Αυτό όμως υπάρχει στη ζωή. Υπάρχουν οι άνθρωποι, οι οποίοι δεν αναλαμβάνουν πράγματα και το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν ένα άσχημο κλίμα. Υπάρχουν επίσης οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν πράγματα για να δείξουν ότι τα κάνουν καλά και υπάρχουν και οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι της μέσης κατάστασης. Είμαι ένας άνθρωπος, που παρότι θέλω να περνάω απαρατήρητος, έχω την εντύπωση ότι όταν μπαίνω σε έναν χώρο φαίνομαι. Και όχι λόγω ύψους αλλά για την προσωπικότητά μου. Αυτό κάποιους σαφώς τους ενοχλούσε, αλλά υπήρχε ένας άτυπος σεβασμός. Όχι απαραίτητα σεβασμός στο πρόσωπό μου αλλά γιατί καταλάβαιναν ότι πάντα εμένα δεν με ενδιέφερε ο άλλος να είναι καλός ηθοποιός, αλλά να κάνει καλά τη δουλειά του. Εγώ είχα μάθει τη δουλειά ως ένα ομαδικό σπορ, όχι ως ένα σπορ του τύπου να κάνουμε καριέρες στο πρώτο έτος της σχολής. Το ότι βαθμολογείσαι με ένα δέκα δε σημαίνει τίποτα, γιατί αύριο μπορεί να βαθμολογηθείς με ένα. Δεν είμαστε σχολείο εδώ πέρα. Εδώ είναι δουλειά και η δουλειά είναι μαραθώνιος. Ακόμα και η σχολή είναι μαραθώνιος. Και πάντα έλεγα στα παιδιά όταν τσακωνόμασταν ή όταν δεν συμφωνούσαμε σε εργασίες και τέτοια ότι η σχολή είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας και μία μικρογραφία της δουλειάς. Οπότε το να βλέπω έναν άνθρωπο ο οποίος θέλει να με σπιλώσει σε ένα μάθημα πχ του κυρίου Καραγιώργου, του καλλιτεχνικού διευθυντή στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, και ψηφίζουν οι μισοί να κάνω εγώ τον κεντρικό ρόλο και οι άλλοι μισοί επειδή είναι φίλος τους ο άλλος υποψήφιος να τον κάνει αυτός, αυτό ήταν ένα δείγμα της κοινωνίας. Έμαθα πολύ όμορφα πράγματα μέσα από τη σχολή, όπως διδάχθηκα και τη μη εμπιστοσύνη και την έννοια των λυκοφιλιών. Αυτό το έμαθα πολύ καλά.
Ευτυχώς κράτησα καλές επαφές με πάρα πολλά παιδιά, που έρχονται και στο θέατρο να με δουν και βλέπω στα μάτια τους, ακόμα κι αν δεν είμαστε σε καθημερινή τριβή, τη χαρά, όχι μόνο για τώρα που είμαι στις «Μέλισσες», αλλά γενικά για ό,τι κάνω.
7. Υπήρξαν καθηγητές – ορόσημα για εσένα στη σχολή;
Σαφώς. Ένας καθηγητής – ορόσημο ως προς την αλλαγή στη στάση μου, όχι μόνο στη δουλειά αλλά και στη ζωή είναι ο Νίκος Καραγιώργος. Τον γνώρισα στο πρώτο έτος της σχολής και μέχρι σήμερα, εν έτη 2021, μετράμε δεκαπέντε χρόνια συνεργασίας, αλλά κυρίως φιλίας. Δεν έχω συνεργαστεί σε τέτοιο βαθμό με άλλον καθηγητή από τη σχολή. Βέβαια κι άλλοι καθηγητές, όπως ο κύριος Κοέν και ο κύριος Ηλιόπουλος, με στήριξαν πολύ. Αλλά ορόσημο με την ολοκληρωτική σημασία νομίζω ότι είναι ο Καραγιώργος.
8. Οπότε και στην επόμενη ερώτησή μου για το αν έχεις κάποιον μέντορα, τον κύριο Καραγιώργο θα επέλεγες ξανά;
Δεν ξέρω αν η λέξη «μέντορας» θα άρεσε στον Νίκο. Είναι πολύ βαρύγδουπη έννοια. Ο Νίκος είναι άνθρωπος που ακούει και κάνει συζήτηση μέσα στην πρόβα. Οπότε μιλάμε για έναν δάσκαλο κι όχι για έναν μέντορα. Έχει μια απίστευτη ελευθερία στον τρόπο που σε διαχειρίζεται, ώστε να βγάλεις το καλύτερο αποτέλεσμα που θέλει, και που θέλεις φυσικά κι εσύ. Μετράμε 15 χρόνια συνεργασίας που νομίζω είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία. Είναι ένας άνθρωπος που σε εξελίσσει.
9. Όσο σπούδαζες δούλευες στο θέατρο ή στην τηλεόραση;
Ναι. Στο πρώτο έτος ήμουν στη «Βέρα στο δεξί», οπότε ο χρόνος μου μοιραζόταν ανάμεσα σε σπουδές και δουλειά. Στο δεύτερο έτος υπήρχε πάλι η τηλεόραση, σε πιο μικρή διάρκεια βέβαια, λόγω άλλων σειρών και στο τρίτο έτος έκανα διακοπή στη σχολή, και ήταν η κομβική χρονιά που ο κύριος Καραγιώργος μου έκανε πρόταση για ένα θεατρικό έργο, το «California dreamin’» του κυρίου Βασίλη Κατσικονούρη σε παραγωγή του αείμνηστου Γιώργου Λεμπέση. Ουσιαστικά εγώ βγήκα στο θέατρο στο δεύτερο έτος σχολής. Ο Νίκος με πέταξε κατευθείαν στα βαθιά.
10. Οπότε η απάντηση στην επόμενη ερώτηση για το ποια ήταν η πρώτη σου εμφάνιση στο σανίδι είναι στην παράσταση που προανέφερες;
Ακριβώς. Το 2009 στο «California Dreamin’».
11. Τί από τα δύο σε μαγεύει περισσότερο: η τηλεόραση ή το θέατρο;
Εγώ θα σου έλεγα ο κινηματογράφος, γιατί συνδυάζει και τις δύο αυτές τέχνες. Συνδυάζει το θέατρο μέσω της εκφραστικότητας στην τραγικότητα, σε ένα βλέμμα πχ σε συνδυασμό με τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου, μιας κάμερας, που δίνει την καλύτερη ποιότητα ενός συναισθήματος. Σίγουρα το κάθε ένα έχει τη δική του γλύκα. Η τηλεόραση μπαίνει κάθε μέρα στα σπίτια, το θέατρο δημιουργεί ερωτήσεις και παίρνει απαντήσεις, ενώ ο κινηματογράφος είναι αυτό που λέμε μεγάλη οθόνη. Οπότε δεν μπορώ να σου απαντήσω συγκεκριμένα, αλλά αν μπορούσα να διαλέξω, θα διάλεγα τον κινηματογράφο που συνδυάζει και τις δύο αυτές μορφές τέχνης.
12. Σε έχω δει στις παραστάσεις «Άμλετ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Μποστ, στα πλαίσια της συνεργασίας σου με το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου. Δύο τόσο διαφορετικοί, αλλά και τόσο όμοιοι ρόλοι. Με ποιον από τους δύο νιώθεις ότι ταυτίστηκες περισσότερο;
Ταυτίστηκα… Το κομβικό στοιχείο σύμφωνα με την εμφάνιση που έχω ίσως ο άλλος να μην μπορεί να το δει, ή να μην το περιμένει. Είναι δύο διαφορετικές εποχές στο δικό μου μυαλό. Χάρηκα και τα δύο για διαφορετικούς λόγους. Χάρηκα την περιοδεία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας του Μποστ, γιατί παίζαμε σε διαφορετικά μέρη κι αυτό κινητοποίησε μία ολόκληρη παράσταση να αλλάξει και να δημιουργήσει όχι μόνο κωμικά στοιχεία, αλλά να είναι μια παρωδία της ιστορίας του Σαίξπηρ, αλλά με καταστάσεις και όχι μόνο με ατάκες, στα διάφορα μέρη στα οποία πήγαμε. Και νομίζω ότι ο κόσμος το απήλαυσε περισσότερο από ότι στο Αγρίνιο. Ενώ στον «Άμλετ» ήταν κάτι διαφορετικό. Ήταν ένα βάρος στις πλάτες σου το οποίο λειτούργησε διαφορετικά. Στην αρχή λειτούργησε πολύ περίεργα. Οπότε όταν κοιτάω τις παραστάσεις δεν κοιτάω τους ρόλους, αν ήταν μεγάλοι ή μικροί, αλλά αυτό που θυμάμαι πάντα από τις δουλειές. Το ένα ήταν καλοκαιρινή περιοδεία, το άλλο κεντρική, χειμερινή σκηνή, οπότε δεν υπάρχει σύγκριση. Το ένα ήταν ο «Άμλετ», που νομίζω είναι ο καλύτερος ρόλος που υπάρχει στο παγκόσμιο θεατρικό ρεπερτόριο, ενώ το άλλο είναι παρωδία ενός έργου. Εγώ χάρηκα και τα δύο, γιατί κυρίως γνώρισα μια εξαιρετική γυναίκα, την κυρία Κάτια Ζαρκάδα. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα λοιπόν, οπότε δεν ξέρω να στο απαντήσω.
13. Θα θεωρούσες τον εαυτό σου περισσότερο ζεν πρεμιέ ή κωμικό ηθοποιό;
Όχι μωρέ τώρα, ζεν πρεμιέ είναι πολύ δύσκολο. Ζεν πρεμιέ είναι ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, που είναι αυτό που λες το τέλειο εμφανισιακά. Δεν νομίζω ότι είμαι ζεν πρεμιέ. Δε λέω ότι είμαι ένας άνθρωπος που η εξωτερική του εμφάνιση, ας πούμε για το επίπεδο αυτό, αλλά εμένα μου αρέσει κυρίως να τσαλακώνομαι. Σε πολλές δουλειές που έχω κάνει μέχρι στιγμής, ακόμα και στο επίπεδο της εξωτερικής εμφάνισης, έχω τσαλακωθεί αρκετά. Σαφώς είναι μια εποχή στην οποία έχει έρθει σωστά η φωνή με την εξωτερική εμφάνιση, αυτό τώρα αν καθιστά κάποιον ζεν πρεμιέ το αφήνω στους άλλους. Δεν νομίζω όμως.
14. Υπάρχει κάποιος θεατρικός ρόλος που πραγματικά θα ήθελες να υποδυθείς; Κάτι που δεν έχεις κάνει, αλλά θα το ήθελες;
Όχι. Έβλεπα τα παιδιά στη σχολή να ψάχνονται και να λαχταρούν ρόλους, κι έλεγα στον εαυτό μου: «Ρε Γιώργο εσύ δεν κάνεις κάτι». Αυτή η δουλειά όσο την πουσάρεις, τόσο σε αφήνει. Αυτό διδάχθηκα. Ποτέ δεν είχα απωθημένα όσον αφορά θεατρικούς ρόλους γιατί ποτέ δεν ήμουν καθαρά ο άνθρωπος του θεάτρου. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτό που κάνω και πηγαίνω με αυτό που έχω εγώ την κάθε περίοδο σαν απόθεμα δυνάμεων. Δηλαδή τη δουλειά που ήρθε στις «Μέλισσες», εγώ τη σκεφτόμουν πολλά χρόνια. Μετά τον Άμλετ ειδικά. Σκεφτόμουν έναν ρόλο, ο οποίος να έχει τρελή τραγικότητα, να κάνει κακά πράγματα αλλά παράλληλα να τον δικαιολογείς. Γιατί και ο Άμλετ έστησε ένα ολόκληρο παιχνίδι κάτω από τη μασχάλη άλλων. Κορόιδευε ανθρώπους για το δικό του σκοπό. Οπότε το σκεφτόμουν πάρα πολύ καιρό. Έβλεπα και μία σειρά το «Peaky Blinders» κι έβλεπα τον αδερφό του πρωταγωνιστή, τον Arthur και σκεφτόμουν ότι έναν τέτοιο ρόλο θα ήθελα. Ο οποίος είναι ένας άνθρωπος που είναι σχεδόν κοκαϊνομανής, σκοτώνει και παράλληλα πάει στην εκκλησία. Έχει να κάνει με το τι θες να φέρεις, κι εγώ ήθελα να φέρω έναν άνθρωπο που να έχει προβλήματα αλλά παράλληλα να υπάρχουν φορές που τα πιστεύει σε πολύ μεγάλο βαθμό και αυτή η πίστη του, όχι να τον κάνει απαραίτητα συμπαθή, αλλά αν τα πιστεύει ο ήρωας, τα πιστεύει και ο θεατής.
15. Σε έχω συνδέσει με τα έργα του Σαίξπηρ για κάποιο λόγο. Πως ένιωσες μπροστά στην τέχνη του;
Έχω κάνει νομίζω δύο έργα του Σαίξπηρ. Το ένα ήταν ο «Τίμων ο Αθηναίος» και το άλλο ο «Άμλετ». Ξέρεις τι γίνεται πολλές φορές, κάτι που ο κόσμος δεν καταλαβαίνει, η δουλειά που κάνουμε εμείς πίσω από την σκηνή για να μπορέσει να βγει ένα αποτέλεσμα είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που εν τέλει βλέπει ο θεατής στην παράσταση. Σε εμένα είναι τόσο κατατετμημένο, τόσο σπασμένο σε πολλά πολλά κομμάτια για να μπορέσεις σιγά σιγά να το νιώσεις, που πολλές φορές στην πρόβα χάνεις το νόημα, μετά το ξαναβρίσκεις, μετά αντιλαμβάνεσαι πολλά διαφορετικά πράγματα. Τώρα πχ που συζητάμε ξανά, εγώ πάλι θυμάμαι και σκέφτομαι είτε λάθη, ή «Α, τι ωραίο που ήταν». Πρόκειται για μια διαδικασία, που επί της ουσίας μπορεί να υπάρχουν κάποια λόγια, αλλά για αυτό υπάρχει και τόσα χρόνια το θέατρο. Ο κάθε ένας από αυτούς που αναλαμβάνει ένα ρόλο, είτε αυτόν του ηθοποιού, είτε του σκηνοθέτη είναι μια διαφορετική προσωπικότητα. Αυτή η προσωπικότητα φέρει και τον τρόπο που θα σκεφτεί ο ήρωας πάνω στη σκηνή. Έχουν μιλήσει για την τέχνη του Σαίξπηρ άνθρωποι με πολύ μεγαλύτερη εμπειρία από εμένα και θεατράνθρωποι. Αυτό που μπορώ εγώ να καταλάβω είναι ότι ο Σαίξπηρ όταν έγραψε το πρώτο του έργο τον «Άμλετ», ένα έργο για το οποίο έχει γράψει πολλά λόγια και συνεχώς πουσάρει τον εαυτό του να γράφει διότι βασικά ήταν η ανάγκη του αυτή. Εμένα μου αρέσει στα έργα του ο λόγος. Όχι γιατί είναι ποιητικός και χρησιμοποιεί ωραίες λέξεις, είτε γιατί είναι εύηχος, ή περίεργος, αλλά κυρίως γιατί είναι σαν τις αρχαίες τραγωδίες. Είναι σαν ένα καθημερινό. Πχ πέρσι που είδα την παράσταση «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, πραγματικά ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα ένα έργο. Θα μου πεις γιατί; Δεν ήξερες την ιστορία; Την ήξερα αλλά πάντα έβλεπα ένα επιδαύρειο παίξιμο, ένα παίξιμο ακαταλαβίστικο για μένα κάποιες φορές που γινόταν πάντα με στόμφο. Ενώ πέρσι το παίξιμο ήταν σχεδόν καθημερινό, σαν να βλέπω μία καθημερινή σειρά. Και σκέφτηκα: «Αυτό είναι»! Για να μπορέσει να καταλάβει κι ο απλός θεατής. Οπότε δεν μπορώ να κρίνω τα έργα του Σαίξπηρ. Κυρίως αυτό που σου δημιουργούν τα συγκεκριμένα κείμενα, και γενικώς τα κείμενα του θεάτρου, είτε προέρχονται από ευρέως αναγνωρισμένους συγγραφείς είτε όχι, είναι η σκέψη. Πχ ο «Άμλετ» είναι ένα κλασικό έργο, κι όχι επειδή «α, είναι Σαίξπηρ» αλλά επειδή οι 15 μονόλογοι που έχει, δεν αφορούν μόνο το φάντασμα αλλά την ανθρώπινη υπόσταση. Μιλά για τον άνθρωπο με έννοιες που μας απασχολούν ανά τους αιώνες. Η αγάπη, η προδοσία, η στενοχώρια, η εγκατάλειψη και ο θάνατος. Στοιχεία που υπάρχουν σε κάθε κλασικό έργο. Για αυτό τα έργα του Σαίξπηρ, όπως και οι αρχαίες τραγωδίες θα παίζονται χιλιάδες χρόνια.
16. Ας περάσουμε τώρα το κεφάλαιο «Άγριες Μέλισσες». Μια σειρά που σημειώνει τεράστια επιτυχία για 2η τηλεοπτική σεζόν. Πως νιώθεις ως ένας από τους πιο λατρεμένους κακούς; Σε σταματάνε οι άνθρωποι στο δρόμο;
Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κανείς να με σταματήσει στο δρόμο γιατί όλοι είναι στα σπίτια τους. Όταν έχεις ζήσει κάποια πράγματα σε πιο μικρή ηλικία, σαφώς και χαίρεσαι για την αναγνώριση της δουλειάς, δε σημαίνει ότι σταματά η δουλειά ούτε νιώθεις ότι κάτι έγινες. Η τηλεόραση έχει αυτή τη δύναμη: να βρίσκεται πάντα μέσα στο χώρο ενός σπιτιού. Οπότε είναι σαν να είσαι στο σπίτι τους, σαν να είσαι η παρέα τους. Όπως λοιπόν σχεδόν εκβιαστικά, μπαίνεις εσύ στην καθημερινότητά τους, έχουν το δικαίωμα να σε αγγίξουν με έναν τρόπο και να σου μιλήσουν. Η τηλεόραση πέραν της αναγνώρισης και της δύναμης δεν σου δίνει κάτι άλλο. Τώρα σε καλλιτεχνικό επίπεδο είναι μια δουλειά στημένη με πολύ δυνατούς συντελεστές σε κάθε πόστο, οπότε γίνεται λόγος για μία δουλειά με υπέροχους ηθοποιούς. Είναι πολύ όμορφο να είσαι μέλος αυτής της ομάδας. Δεν ήταν η πρόθεσή μου να είμαι λατρεμένος κακός. Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Είναι ένας ρόλος με πολλά προβλήματα, πολλές φορές βαδίζει στην άκρη του γκρεμού, αλλά έχει απίστευτη δύναμη. Πολύ σημαντική συμβολή σε αυτόν τον ρόλο έχουν και ο Λεωνίδας Κακούρης και η Κάτια Δανδουλάκη.
17. Σου έδωσε άφεση ο έρωτας του Μελέτη για την Πηνελόπη, που ομολογουμένως πρόκειται για έναν απόλυτο έρωτα. Εσύ, ως Γιώργος, πώς ορίζεις τον έρωτα;
Τα έργα πολλές φορές έχουν δημιουργήσει διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, διότι περιγράφουν ένα στιγμιότυπο. Ποτέ δεν έχουμε δει αυτά τα ζευγάρια σε μία κανονική διάρκεια της ημέρας να μαλώνουν και να αγαπιούνται. Πάντα βλέπουμε την υπερβολή της στιγμής. Σαφώς μιλάμε για έναν απόλυτο έρωτα, που κάποιες φορές υπερβαίνει ακόμα και τη φύση, την ίδια στιγμή που είναι και ο ίδιος μέσα στη φύση. Εμένα προσωπικά δεν μου αρέσουν τα βαρύγδουπα λόγια. Τον έρωτα δεν μπορείς να τον χωρέσεις σε μία λέξη. Τι σημαίνει είμαι ερωτευμένος; Δηλαδή αν δεν πω αυτή τη λέξη, δεν είμαι; Αν δεν πω «σ’ αγαπώ», δεν αγαπώ; Εν έτη 2021 προσπαθούμε να συντομεύουμε τόσο τις λέξεις ώστε να πούμε όσο το δυνατόν περισσότερα. Και σε μία λέξη, που απαρτίζεται από μερικά γράμματα, προσπαθούμε να χωρέσουμε κάτι που δεν ζωγραφίζεται, ούτε περιγράφεται. Αντιλαμβάνομαι ως έρωτα τον τρόπο που κοιτάς τα μάτια του άλλου, ή σε κοιτάζει αυτός. Αυτό είναι κάτι που δεν περιγράφεται, μόνο το αντιλαμβάνεσαι και το νιώθεις. Στο συγκεκριμένο κομμάτι είμαι πολύ της ελευθερίας, εννοώντας ότι ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο να ορίσει τον έρωτα κι όχι να ακολουθήσει τα βήματα μιας κοινωνίας, η οποία έχει ορίσει το συγκεκριμένο συναίσθημα με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Δεν επιδέχεται καλούπια ο έρωτας.
18. Σε συγκινούν περισσότερο οι μεγάλοι έρωτας, όπως του Μελέτη και της Πηνελόπης, ή οι ήρεμες σχέσεις μεταξύ δύο ταιριαστών ανθρώπων;
Και τα δύο συγκινητικά είναι. Όλοι θα θέλαμε να ζήσουμε έναν θυελλώδη έρωτα που να καταλήγει σε ένα ήρεμο αποτέλεσμα, όμως αυτό δε συμβαίνει ποτέ. Σίγουρα θαυμάζουμε την ήρεμη σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων ταιριαστών, με τον ίδιο τρόπο που θα επιθυμούσαμε έναν μεγάλο έρωτα.
19. Έχετε τεράστια αποδοχή μέσα από τη σειρά «Άγριες μέλισσες». Σε τρομάζει η τόση δημοτικότητα;
Όχι, διότι είναι πάρα πολλές οι ώρες που δουλεύουμε οπότε το μυαλό μας δεν είναι συνεχώς εκεί. Αυτό που αισθάνομαι σαν βάρος, αν το θες, είναι να μην κάνω πράγματα που θα θίξουν τη δουλειά.
20. Ποια η σχέση σου με την απόρριψη; Την βίωσες ποτέ;
Όλοι μας δεν την έχουμε βιώσει κάποια στιγμή; Η απόρριψη έχει πολλές μορφές. Είτε σε οικογενειακό, είτε σε επαγγελματικό, είτε σε φιλικό, είτε σε ερωτικό επίπεδο, ακόμα και απόρριψη από τον ίδιο σου τον εαυτό. Μόνο στη δουλειά δεν μου έτυχε μέχρι στιγμής ποτέ.
21. Μετά από μία κουραστική ημέρα με ποιον τρόπο ηρεμείς και χαλαρώνεις;
Αν δεν υπήρχαν τα μέτρα κατά του κορονοϊού, και ήταν ανοιχτά θα πήγαινα να αθληθώ. Τώρα έχουμε πάρα πολύ περιορισμένο ελεύθερο χρόνο, γιατί πρέπει να διαβάσουμε για την επόμενη μέρα, οπότε η αποθεραπεία από τη δουλειά είναι λίγη και έγκειται στο να κλείσω τα πάντα και να κάτσω λίγο με τον εαυτό μου.
22. Ποιες άλλες μορφές τέχνης σε συγκινούν;
Νομίζω η μουσική αγγίζει τους πάντες. Όπως και οι φωτογραφία. Μια φωτογραφία μπορεί να καθορίσει μια ολόκληρη στιγμή, μια ολόκληρη εποχή. Όπως και κάθε μορφή τέχνης έχει τη μαγεία της. Ας πούμε πχ, όταν βλέπεις τον πίνακα της γαλλικής επανάστασης, ακόμα κι αν δεν είσαι Γάλλος, νιώθεις συγκίνηση. Γιατί αυθόρμητα σκέφτεσαι και την ελληνική επανάσταση. Αλλά νομίζω ότι όποιος μπορεί να τραγουδήσει, έρχεται σε μία κρυφή συνομιλία με το Θεό.
23. Για να κλείσουμε όμορφα, μέσα σε όλες αυτές τις δυσκολίες που περνάμε, τί ευχή θα έδινες για τον κόσμο;
Πρώτα από όλα χαμόγελο, γιατί οι άνθρωποι γύρω μας δεν χαμογελούν. Και υγεία κυρίως. Μετά από κάθε δυσκολία, κι αν αναλογιστούμε τη δική μας χώρα που βιώνουμε 14 χρόνια μαυρίλας, εύχομαι να γίνουμε περισσότερο άνθρωποι. Να μάθουμε να ζούμε ειρηνικά μεταξύ μας. Εμείς διαμορφώνουμε την κοινή γνώμη και εμείς δίνουμε τη δύναμη και το λόγο στους ανθρώπους που ηγούνται ή θα ηγούνται μιας κατάστασης. Μετά από τόσα χρόνια κρίσης και πανδημίας θα έπρεπε να είμαστε πιο σοβαροί. Συλλογικά κι όχι κατά μόνας θα πάμε μπροστά.
Η καραντίνα μας δίδαξε μέσω της χρήσης των μασκών, να βλέπουμε τις ανάγκες και την έκφραση του άλλου στα μάτια. Να επικοινωνούμε με τα μάτια και να αναγνωρίζουμε τον άλλον από τα μάτια κι είναι πολύ σημαντικό αυτό. Γινόμαστε καλύτεροι παρατηρητές της ζωής ενώ παλιότερα μιλούσαμε μόνο με το στόμα, και δεν ακούγαμε κιόλας. Ενώ τώρα είσαι αναγκασμένος και να ακούς και να παρατηρείς. Αυτό πρέπει να κρατηθεί. Και μακάρι αυτό που καταφέραμε τα τελευταία χρόνια να μας μείνει προίκα για τα επόμενα.
