You are currently viewing Η ταινία της εβδομάδας | Licorice pizza

Η ταινία της εβδομάδας | Licorice pizza

Της Μαρίας Ξανθοπούλου

Κοιλάδα San Fernando, California. Καλοκαίρι του ’73. Ετήσια σχολική φωτογράφιση. Εκείνος μαθητής λυκείου, εκείνη προσωρινή βοηθός ενός φωτογράφου. Ο λόγος για τους πρωταγωνιστές, Gary και Alana στην άβολη, σχεδόν ρομαντική, όλο κόλπα και νεανική ενέργεια, πολυαναμενόμενη ταινία που υπογράφει ως ένατη στη φιλμογραφία του, ο Paul Thomas Anderson, τέσσερα χρόνια μετά το αριστουργηματικό “Phantom Thread”. Έμπνευση του υπήρξε η δική του άβολη εφηβεία, που έζησε ο ίδιος μαζί με τον φίλο του Gary Goetzman στις γειτονιές της Κοιλάδας του San Fernando.

Η ιστορία ξεκινά με την συνάντηση τους, σε ένα υπέροχα αποδομένο εισαγωγικό μονοπλάνο, στο προαύλιο του σχολείου, λίγο πριν τη φωτογράφιση για το ετήσιο σχολικό λεύκωμα. Ο Gary, ένα αγόρι 15 χρονών, οικονομικά ανεξάρτητος από νωρίς και με καριέρα ήδη ως παιδί – θαύμα και ηθοποιός σε μικρές θεατρικές και τηλεοπτικές παραγωγές, πολιορκεί γεμάτος σιγουριά και τρομερό λέγειν την Alana, για να βγουν ραντεβού. Η Alana, από την άλλη, 25 χρονών, η πρώτη ερώτηση που του κάνει είναι «Πες ότι λέω ναι και βγαίνουμε, πως θα πληρώσεις;». Λίγες ώρες αργότερα, η Alana πάει και τον βρίσκει στο μεγαλίστικο στέκι, που συχνάζει ο Gary, ξεκινώντας μια παράξενη ερωτική ιστορία, αρχικά στα ασαφή όρια του friend zone. Ο Gary αναβλύζει από την ενέργεια, που εκπέμπουν οι έφηβοι, ότι όλο το ενδιαφέρον του κόσμου περιστρέφεται γύρω τους, ενέργεια, η οποία μαγνητίζει την Alana και αδυνατεί να του αντισταθεί. Γρήγορα γίνονται και επαγγελματικοί συνάδερφοι στην επιχείρηση του Gary, ο οποίος έχοντας γνώση πως η καριέρα του ως παιδί – θαύμα φτάνει στο τέλος της, αξιοποιεί το, μάλλον, εκ φύσεως επιχειρηματικό δαιμόνιό του, επενδύοντας σε φουσκωτά στρώματα νερού. Η Alana στο μεταίχμιο μεταξύ έφηβης και γυναίκας, θέλοντας και η ίδια να ανεξαρτητοποιηθεί από την πενταμελή, εβραϊκής καταγωγής, οικογένειά της και από τις περιστασιακές δουλειές, ακολουθεί τον Gary στα επιχειρηματικά του σχέδια, για τον οποίο κατά διαστήματα (αν και πάντα με λάθος timing) αφήνει να εννοηθεί η ερωτική έλξη που νιώθει για εκείνον. Ωστόσο, η πετρελαϊκή κρίση που ξέσπασε την δεκαετία των ‘70s τους αλλάζει άρδην τα όνειρα.


Στον πιο καμένο και αστείο ρόλο του, βλέπουμε τον Bradley Cooper, ο οποίος μπαίνει με φορά στην πλοκή της ταινίας, ενσαρκώνοντας την larger than life περσόνα, Jon Peters, τον τότε εραστή της Barbara Streisand, κομμωτής στο επάγγελμα. Ακολουθεί ένα εκπληκτικό μεθυσμένο παραλήρημα, στο οποίο καυχιέται χωρίς παύση για τις κατακτήσεις του στο γυναικείο φύλο, θυμίζοντας την πάλαι ποτέ εποχή του Hollywood, κάνοντας τη σκηνή με την ακραία, ατελείωτη όπισθεν να μοιάζει σαν fast & furious του τότε. Ο Sean Penn, από την άλλη, εμφανίζεται ως ο πασίγνωστος ηθοποιός, Jack Holden, που προκαλεί το ερωτικό ενδιαφέρον της Alana, αναπολώντας τα περασμένα μεγαλεία του. Οι χαρακτήρες αυτοί, παρόλο που λειτουργούν παρενθετικά, με σκοπό να τονίσουν την έλξη των ηρώων μεταξύ τους, η οποία όμως δεν εγγυάται πως θα εξελιχθεί σοβαρά, καταφέρνουν να κερδίσουν πολλά θετικά σχόλια για τις αξιοπρεπείς ερμηνείες τους.Μιλώντας για τη διανομή των ρόλων, ο Anderson περιγράφοντας την Alana (που είναι και το πραγματικό της όνομα) ως «ένα αυθεντικό κορίτσι από την Κοιλάδα του San Fernando, ένα θηρίο ανήμερο που μαθαίνει γρήγορα», δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι δεν ξέρει πόσα κουτάκια ακόμα να τικάρει για τις ικανότητες της.

Να σημειωθεί εδώ, ότι η Alana Haim είναι μέλος του γνωστού γυναικείου soft – rock συγκροτήματος Haim, μαζί με τις άλλες δύο μεγαλύτερες αδερφές της, οι οποίες εμφανίζονται και στη ταινία μαζί με τους γονείς τους, υποδυόμενοι τους εαυτούς τους. Όσον αφορά τον Cooper Hoffman (ο Garry στη ταινία), γιος του μοναδικού αείμνηστου Philip Seymour Hoffman, ο οικογενειακός φίλος Anderson ομολογεί πως δεν τον είχε φανταστεί ποτέ για τον ρόλο, ωστόσο είχε γράψει ένα ρόλο για ένα αδέξιο 15χρονο αγόρι και παρόλο που βρήκε αξιόλογους ηθοποιούς για τον ρόλο, ήταν αρκετά δουλεμένοι και φιλόδοξοι για εκείνον. Μέχρι που είδε τον Cooper και όλα τα κομμάτια του puzzle ενώθηκαν αρμονικά.

Ο τίτλος της ταινίας “Licorice Pizza”, ξεχώρισε ανάμεσα σε πολλές πιθανές επιλογές, μεταξύ και του “Soggy Bottom” από το όνομα της επιχείρησης του Garry με τα φουσκωτά στρώματα. Η αλήθεια είναι ότι το “Licorice Pizza” φαίνεται κάπως ασύνδετο με την ταινία, αφού ούτε ακούγεται σαν φράση, ούτε γλυκόριζα βλέπουμε ή έστω μια πίτσα. Ο τίτλος αποτελεί φόρο τιμής σε πολύ γνωστό μαγαζί με δίσκους βινυλίου στη Νότια California που μεσουράνησε τις δεκαετίες ‘70s – ‘80s. Ο Anderson σε συνέντευξη του δήλωσε, πως το όνομα αυτό του θυμίζει την παιδική του ηλικία και διαλέγοντας το ήταν σαν να συνόψισε όλα τα συναισθήματα της εποχής που ήθελε να προσδώσει στη ταινία σε δύο λέξεις. Ερευνώντας περαιτέρω τον τίτλο, πρόκειται για slang (αργκό), καθώς ο ιδιοκτήτης ήθελε να περιγράψει με άλλο τρόπο τα βινύλια. Οπότε λαμβάνοντας υπόψη το χαρακτηριστικό μαύρο, γυαλιστερό χρώμα του βινυλίου, που θυμίζει έντονα το χρώμα της γλυκόριζας (licorice) και το στρογγυλό σχήμα των καραμελών της γλυκόριζας, σε μέγεθος, το οποίο εύκολα συγκρίνεται με μικρή pizza, προέκυψε το όνομα.

Ο Anderson στα 51 χρόνια του γυρίζει πίσω στην δεκαετία των ‘70s, χαρίζοντας μία αίσθηση νοσταλγίας γι’ αυτούς που έζησαν την εποχή της αθωότητας και της ανεμελιάς, με φόντο τη σκιά της πετρελαϊκής κρίσης. Οι νεώτεροι, που δεν έχουν καμία ανάμνηση από τότε, παρακολουθούν τα ρούχα, τη μόδα, τις συνήθειες και την πραγματικότητα μιας άλλης εποχής, όπου οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν περισσότερο τα πόδια και όχι τόσο τα τηλέφωνα (σταθερά τότε), όπως ο Gary και η Alana, οι οποίοι τρέχουν χιλιόμετρα στη ταινία υπό τους ήχους του «Life on Mars» του David Bowie, «Let me Roll it» των Wings και το διαμάντι των Congregation «Softly Whispering I Love you».


Τέλος, όσον αφορά το box office, το πρώτο Σαββατοκύριακο προβολής της στην Αμερική, ξεπέρασε τον αριθμό των 83.000 δολαρίων, ενώ, προβλήθηκε σε μόλις 4 αίθουσες σε Los Angeles και Νέα Υόρκη, καθιστώντας την ως την ταινία, που πούλησε τα περισσότερα εισιτήρια ανά αίθουσα, το πρώτο Σαββατοκύριακο προβολής της, σε σύγκριση με άλλες ταινίες που προβάλλονταν την ίδια περίοδο.