You are currently viewing Μαρία Πολυδούρη: 5 υπέροχα ποιήματά της

Μαρία Πολυδούρη: 5 υπέροχα ποιήματά της

Απρίλιος, ο μήνας της Μαρίας Πολυδούρη (1 Απριλίου 1902 - 29 Απριλίου 1930). Με αφορμή την επέτειο για τη γέννησή της την 1η Απριλίου 1902, θυμόμαστε αγαπημένους στίχους της μεγάλης Ελληνίδας ποιήτριας, της ποιήτριας του έρωτα και του θανάτου.

Κοντά σου

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι’ ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

Γιατί μ’ αγάπησες

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,                                        περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
– μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες                              κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

Όνειρο

Δε μ’ έφτανε ούτε καν αχός
μέσ’ στη ζωή που ζούσα.
Κ’ η θύμηση λιγόθυμη
των όσων αγαπούσα.

Κ’ ήρθε η ματιά σου γελαστή
εαρινή ελπίδα
και για τα που μου λείψανε
μου μίλησε μ’ ελπίδα.

Μα είνε οι χαρές μας φτερωτές
και το φθινόπωρο είνε
μέσα στην ίδια μου φωνή
που σου φωνάζει: μείνε.

Και της ματιάς σου ο γελαστός
ήλιος θα βασιλέψη
και τ’ όνειρο θα ξεχαστή
προτού καν αληθέψη.

Περηφάνεια

Έμεινα, καρτερώντας σε, ως που το αστέρι εφάνη
της χαραυγής ψηλά.
Μα η φλόγα τους τα δάκριά μου τάχε όλα πια ξεράνει
κι’ ούτε ο ψυχρός Λυκαβηττός μ’ άκουσε, σιωπηλά
καθώς θρηνούσα τόνειρο πώσβηνε στην καρδιά μου.

Ω, τώρα που σε φέρανε οι στιγμές σιμά μου, πάλι
τ’ άστρο θα καρτερώ,
για να του πω, κρατώντας το δάκρι πώχει προβάλει
στα μάτια μου σαν τη χαρά θερμό και λαμπερό,
– τον είχα απόψε όλον καημό μέσα στην αγκαλιά μου!

Δε θα ξανάρθης πια…

Δε θα ξανάρθης πια, να μου χαρίσης
απ’ την ωραία ζωή που σε φλογίζει
κάτι, ένα της λουλούδι; Σου γεμίζει
με τόσα την καρδιά και το κορμί.

Δε θάρθης πια, τα χέρια μου να σμίξης
τα παγωμένα, τα εχθρικά μου χέρια;
Πλάι στα δικά σου, μερωμέμα ταίρια
δεν τα ζυγώνει πλέον η αφορμή.

Δε θάρθης!… Πως αργά περνούν οι μέρες.
Κι’ όσο εσύ φεύγεις, τόσο με σιμώνει
η γνωριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρό με τον κρυφό καημό.

Δε σου περνάει, αλήθεια από τη σκέψη
ότι μπορεί σε μια στιγμή θλιμμένη,
στη μοίρα αυτή που πάντα με προσμένει
να πάω ξανά και δίχως γυρισμό;